Ὁ Παυσανίας ἦταν Ἕλληνας περιηγητὴς καὶ γεωγράφος τοῦ 2ου αἰ., ὁ ὁποῖος ἔζησε στοὺς χρόνους τοῦ Ἀδριανοῦ καὶ τοῦ Μάρκου Αὐρήλιου. Εἶναι διάσημος γιὰ τὸ Ἑλλάδος περιήγησις, ἕνα ἐκτενὲς ἔργο ποὺ περιγράφει τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα μὲ μαρτυρίες ἀπὸ πρῶτο χέρι καὶ ἀποτελεῖ σοβαρὸ σημεῖο σύνδεσης μεταξὺ τῆς κλασικῆς φιλολογίας καὶ τῆς σύγχρονης ἀρχαιολογίας.
Τὸ κύριο ἐνδιαφέρον του στὴν μᾶλλον ἐκλεκτικὴ περιγραφή του ἦταν τὰ μνημεῖα (εἰδικὰ τὰ γλυπτὰ καὶ ἡ ζωγραφική) τῆς ἀρχαϊκῆς καὶ κλασικῆς περίοδου, μαζὶ μὲ τὰ ἱστορικὰ πλαίσιά τους καὶ τὸ ἱερό τους ὑπόβαθρο, (λατρεῖες, τελετουργικά, πεποιθήσεις), γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχε μία βαθιὰ αἴσθηση. Τὸ ἔργο του εἶναι ὀργανωμένο βάσει τῶν περιηγήσεών του σὲ πόλεις καὶ στὰ ἐκτὸς ἄστεως ἱερὰ τῆς Ἀχαΐας, μὲ κάποιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν τοπογραφία. Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ ἀντικείμενα μεταγενέστερα τοῦ 150 π.Χ. εἶναι μικρό, ἂν καὶ τὰ σύγχρονα μνημεῖα ἕλκυσαν τὴν προσοχή του, εἰδικῶς τὰ ἔργα τοῦ Ἀδριανοῦ. Ἔγραψε ὡς αὐτόπτης μάρτυς καὶ ἡ ἀκρίβειά του (παρὰ τὶς ὅποιες ἀποδείξιμες ἀνακρίβειες) ἔχει ἐπιβεβαιωθεῖ ἀπὸ ἀνασκαφικὰ δεδομένα. Ἂν καὶ ἡ προσέγγισή του ἦταν προσωπική, ὁ θαυμασμός του γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα (Ἀθῆναι, Σπάρτη, Δελφοὶ καὶ Ὀλυμπία κυρίως) καὶ τοὺς μεγάλους πατριῶτες της (βλ. 8. 52) ὑπῆρξε μεγάλος
Ἦταν πιθανῶς γηγενὴς τῆς Λυδίας καὶ γνώριζε τὴ δυτικὴ ἀκτὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλὰ τὰ ταξίδια του ἐπεκτάθηκαν ἀρκετὰ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἰωνίας. Πρὶν ἐπισκεφθεῖ τὴν Ἑλλάδα φαίνεται πὼς ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, καθὼς καὶ τὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη. Στὴν Αἴγυπτο εἶδε τὶς πυραμίδες, ἐνῷ στὸ ναὸ τοῦ Ἄμμωνα τοῦ ἐπιδείχθηκε ὁ ὕμνος ποὺ ἔστειλε κάποτε ὁ Πίνδαρος. Στὴ Μακεδονία εἶναι σχεδὸν βέβαιο ὅτι εἶχε δεῖ τὸν παραδοσιακὸ τάφο τοῦ Ὀρφέα. Διασχίζοντας τὴν Ἰταλία, εἶδε τὴν Καμπανία καὶ τὰ θαύματα τῆς Ρώμης. Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἔγραψε, ἢ εἶδε τὰ ἐρείπια τῆς Τροίας, τῶν Μυκηνῶν καὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας Τρωάδος.
Ἑλλάδος περιήγησις
Ἡ Ἑλλάδος περιήγησις ἔχει τὴ μορφὴ περιήγησης στὴν Πελοπόννησο καὶ σὲ ἕνα τμῆμα τῆς βόρειας Ἑλλάδας. Περιγράφει διαρκῶς ἱεροτελεστίες ἢ δεισιδαιμονικὰ ἔθιμα καὶ εἰσάγει συχνὰ ἀφηγήσεις ἀπὸ τὴν ἐπικράτεια τῆς ἱστορίας, τοῦ θρύλου καὶ τῆς λαογραφίας. Ὄντας ἀρκετὰ παρατηρητικός, ὁ Παυσανίας παρατηρεῖ τὰ πεῦκα στὴν ἀμμώδη ἀκτὴ τῆς Ἤλιδας καὶ ἄλλες τοπογραφικὲς λεπτομέρειες ποὺ ἀποκτοῦν σημασία σὲ μία συγκριτικὴ παρουσίαση τῆς τοπογραφίας τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος. Κυρίως στὸ τελευταῖο τμῆμα τῶν ἀφηγήσεών του ἀγγίζει τὰ προϊόντα της φύσης, τὶς ἄγριες φράουλες τοῦ Ἑλικῶνα, τοὺς φοίνικες τῆς Αὐλίδας ἢ τὸ ἐλαιόλαδο τῆς Τιθορέας καὶ τὶς χελῶνες τῆς Ἀρκαδίας ἢ τὰ λευκὰ μαυροπούλια τῆς Κυλλήνης.
Τὸ δυνατότερο σημεῖο του εἶναι ἡ περιγραφὴ τῆς θρησκευτικῆς τέχνης καὶ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς της Ὀλυμπίας καὶ τῶν Δελφῶν. Ἀλλά, ἀκόμη καὶ ὅταν περιηγεῖται τὶς πλέον ἀπομονωμένες περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας, συναρπάζεται ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη περίεργων καὶ πρωτόγονων εἰκόνων τῶν θεῶν, ἀπὸ τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ πολλὰ ἄλλα ἱερὰ καὶ μυστήρια πράγματα. Στὶς Θῆβες βλέπει
τὶς ἀσπίδες ἐκείνων ποὺ πέθαναν στὴ μάχη τῶν Λεύκτρων καὶ τὰ ἐρείπια τῆς κατοικίας τοῦ Πινδάρου. Βλέπει ἐπίσης τὰ ἀγάλματα τοῦ Ἡσιόδου καὶ τοῦ Ἀρίωνα καὶ τὸ πορτραῖτο τοῦ Πολυβίου στὶς πόλεις τῆς Ἀρκαδίας.
Στὸ τοπογραφικὸ μέρος τοῦ ἔργου του, φαίνεται νὰ ἑλκύεται ἀπὸ τὶς παρεκκλίσεις τῆς φύσης, τὰ σημάδια ποὺ ἀνακοινώνουν τὴν ἔλευση ἑνὸς σεισμοῦ, τὰ φαινόμενα τῶν παλιρροιῶν, τὶς παγωμένες θάλασσες τοῦ Βορρᾶ καὶ τὸν μεσημβρινὸ ἥλιο ποὺ στὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο δὲν παράγει σκιὰ στὴ Συήνη. Ἐνῷ δὲν ἀμφιβάλλει ποτὲ γιὰ τὴν ὕπαρξη τῶν θεῶν καὶ τῶν ἡρῴων, ἐπικρίνει μερικὲς φορὲς τοὺς μύθους καὶ τοὺς θρύλους ποὺ σχετίζονται μαζί τους. Οἱ περιγραφές του τῶν μνημείων τῆς τέχνης εἶναι σαφεῖς καὶ δίχως περιττὰ στολίδια. Ἡ λεπτομέρειά τους εἶναι ἐντυπωσιακὴ καὶ ἡ ἀκρίβειά τους ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα ὑπολείμματα. Ἐπίσης, εἶναι ἀφοπλιστικῶς εἰλικρινὴς ὅταν ὁμολογεῖ τὴν ἄγνοιά του. Ὅταν ἀναφέρει κάποια δευτερογενῆ μαρτυρία, μπαίνει στὸν κόπο νὰ τὴν ἐντοπίσει.Ὁ Τζέιμς Φρέιζερ, ὁ ὁποῖος παρήγαγε μία ἀπὸ τὶς διάφορες ἀγγλικὲς μεταφράσεις τοῦ ἔργου (6 τόμοι, 1898), παρατηρεῖ γιὰ τὸν Παυσανία ὅτι: «χωρὶς αὐτὸν τὰ ἐρείπια τῆς Ἑλλάδας θὰ ἦταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἕνας λαβύρινθος χωρὶς ἐνδείξεις, ἕνα αἴνιγμα χωρὶς ἀπάντηση.»
Τὸ ἔργο του παραδοσιακὰ χωρίζεται σὲ 10 βιβλία:
· Βιβλίο 1: Ἀττικά
· Βιβλίο 2: Κορινθιακά
· Βιβλίο 3: Λακωνικά
· Βιβλίο 4: Μεσσηνιακά
· Βιβλίο 5: Ἠλιακῶν Α
· Βιβλίο 6: Ἠλιακῶν Β
· Βιβλίο 7: Ἀχαϊκά
· Βιβλίο 8: Ἀρκαδικά
· Βιβλίο 9: Βοιωτικά
· Βιβλίο 10: Φωκικά, Λοκρῶν Ὀζόλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου